- νεογιλός
- -ή, -ό (Α νεογιλός, -ή, -όν)1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.)2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ γλαγερὸν φορέουσι δέμας», Οππ.)νεοελλ.φρ. «νεογιλή οδοντοφυΐα» ή «νεογιλοί οδόντες» — η πρώτη προσωρινή οδοντοφυΐα τών διφυόδοντων σπονδυλοζώωναρχ.(για τη ζωή) αυτός που είναι σύντομος, βραχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό νε(ο)- και β' συνθετικό πιθ. έναν αμάρτυρο τ. *γιλός «μικρό παιδί», που μαρτυρείται στο μυκηναϊκό kira = *γίλα «μικρή κόρη» (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Γίλος, Γιλίων, Γίλις και Γιλίς). Κατ' άλλη άποψη, το β' συνθετικό τής λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. *γίδλος και συνδέεται με λιθουαν. žindu «θηλάζω, βυζαίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.